- φιλέσπερος
- φιλέσπεροςfond of eveningmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλέσπερος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τού αρέσουν τα βράδια, («ἴον, τὸ φιλέσπερον ἄνθος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἕσπερος «βράδι, βραδινός»] … Dictionary of Greek
φιλέσπερον — φιλέσπερος fond of evening masc/fem acc sg φιλέσπερος fond of evening neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλεσπέρους — φιλέσπερος fond of evening masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)